ελαφρόστομος

ελαφρόστομος
-η, -ο
(για άλογο) αυτός που έχει απαλό στόμα και δύσκολα υπομένει χαλινάρι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ελαφρόστομος — η, ο (για άλογα), που έχει απαλά σαγόνια και δύσκολα υποφέρει το χαλινάρι, που υπακούει πρόθυμα, πειθήνιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”